Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοκογλυφώ — τοκοφλυφῶ, έω, ΝΑ [τοκογλύφος] είμαι τοκοφλύφος … Dictionary of Greek
τοκογλύφῳ — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουρεύω — (Μ) [ζούρα II] τοκίζω, τοκογλυφώ … Dictionary of Greek